ζωοποιώ

ζωοποιώ
(ε) μετ. см. ζωογονώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζωοποιώ" в других словарях:

  • ζωοποιώ — (AM ζωοποιῶ, έω) [ζωοποιός] 1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό 2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω μσν. 1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή 2. μέσ. ζωοποιοῡμαι παίρνω ζωή 3. φρ. (για γυναίκα) …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιώ — ησα 1. δημιουργώ ζωή, ζωογονώ. 2. μτφ., ενισχύω ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωοποιῶ — ζωοποιέω make alive pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωοποιέω make alive pres ind act 1st sg (attic epic doric) ζωοποιέω 2 make alive pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωοποιέω 2 make alive pres ind act 1st sg (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοποιῷ — ζωοποιός creative of life masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοποιῶι — ζωοποιῷ , ζωοποιός creative of life masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση …   Dictionary of Greek

  • Cherubikon — The Cherubikon, or Cherubic Hymn, is the troparion normally sung at the Great Entrance during the Byzantine liturgy. The hymn is sung in the Eastern Orthodox Church and the Eastern Catholic Churches. The hymn symbolically incorporates those… …   Wikipedia

  • Херувимская песнь — Во время пения Херувимской Херувимская песнь (греч …   Википедия

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αζωοποίητος — η, ο [ζωοποιώ] αυτός που δεν ζωογονήθηκε, δεν εμψυχώθηκε, ο αζωογόνητος …   Dictionary of Greek

  • αναζωοποιώ — ἀναζωοποιῶ ( έω) (Α) ξαναφέρνω στη ζωή, αναζωογονώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωοποιῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»